παχύγραψος

παχύγραψος
ο
ζωολ. γένος καβουριών τής παράκτιας ζώνης που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachygrapsus < pachy- (< παχύς) + grapsus < αρχ. γραψαῖος»κάβουρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”